- ραβδωτός
- -ή, -όαυτός που έχει ραβδώσεις, ο αυλακωμένος σε παράλληλες γραμμές. Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχαν δυο ραβδωτές κολόνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥαβδωτός — made masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραβδωτός — ή, ό / ῥαβδωτός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] 1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες») 2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός νεοελλ. φρ. «ραβδωτό σώμα»… … Dictionary of Greek
ῥαβδωτά — ῥαβδωτός made neut nom/voc/acc pl ῥαβδωτά̱ , ῥαβδωτός made fem nom/voc/acc dual ῥαβδωτά̱ , ῥαβδωτός made fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτόν — ῥαβδωτός made masc acc sg ῥαβδωτός made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωταῖς — ῥαβδωτός made fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωταί — ῥαβδωτός made fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτοῖς — ῥαβδωτός made masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτοί — ῥαβδωτός made masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτούς — ῥαβδωτός made masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαβδωτήν — ῥαβδωτός made fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)